- Bundesanstalt
- Bundesanstalt<-, -en> f ομοσπονδιακός οργανισμός m,• für Arbeit Ομοσπονδιακός Οργανισμός Εργασίας,• für Flugsicherung Ομοσπονδιακό Ίδρυμα Ασφάλειας Πτήσεων,• für Materialforschung und -prüfung Ομοσπονδιακό Ίδρυμα Έρευνας και Ελέγχου Υλικών
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.